- παραλαμβανόμενα
- παραλαμβάνωreceive frompres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραλαμβανομένας — παραλαμβανομένᾱς , παραλαμβάνω receive from pres part mp fem acc pl παραλαμβανομένᾱς , παραλαμβάνω receive from pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραλαμβάνω — ΝΜΑ, κρητ. τ. παλλαμβάνω Α, περιλαβαίνω Ν 1. παίρνω κάτι που μού δίνεται από άλλον, λαμβάνω (α. «παρέλαβα τα δέματα που μού έστειλες» β. «παρέλαβον καὶ ἐνέβαλον εἰς τὸ πλοῑον [ενν. φορτίον]», πάπ.) 2. δέχομαι κάποιον κοντά μου ως βοηθό, σύμμαχο ή … Dictionary of Greek